γεναριάτικος

γεναριάτικος
γεναριάτικος, -η, -ο και γεναρίτικος, -η, -ο
αυτός που αναφέρεται ή γίνεται το Γενάρη μήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεναριάτικος — η, ο αυτός που ανήκει, αναφέρεται («γεναριάτικες μέρες») ή γίνεται κατά τον Γενάρη («γεναριάτικες σπορές») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”